- παρευνέτις
- -ιδος, ἡ, Ααυτή που κοιμάται δίπλα σε κάποιον, σύνευνος, σύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρευνος + επίθημα -έτις (πρβλ. ευν-έτις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρευνέτι — παρευνέτις bedfellow fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρευνέτιν — παρευνέτις bedfellow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρευνετώ — άω, Α [παρευνέτις] κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον … Dictionary of Greek